- κατεργασίαν
- κατεργασίᾱν , κατεργασίαworking upfem acc sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κατεργασία — η (Α κατεργασία) [κατεργάζομαι] 1. η προσεκτική επεξεργασία ενός πράγματος, το δούλεμα ή το άργασμα ενός υλικού για να κατασκευαστεί κάτι από αυτό («α. χημική κατεργασία τών μετάλλων» β. «κατεργασμένα δέρματα» γ. «κατεργασία ἀργυρίου», Πολ.) 2. η … Dictionary of Greek
ARISTAEUS — I. ARISTAEUS Apollinis (Cicero 6. Ver. dicit, Bacchi) ex Cyrene filia Penei Regis Arcadiae fil. hic deinde in Arcadia regnavit. Hunc primum apum et mellis usum, lactisque coagulum demonstravisle, usumque olei, et alia quamplurima adinvenisle… … Hofmann J. Lexicon universale